Ἡ σκοτεινή, λεία κάνη κάθησε σάν πεταλούδα πάνω στό κεφάλι τοῦ τίγρη. Αὐτός συνέχισε νά περνᾶ ἀνάμεσα στούς χαμηλούς θάμνους. Δέν ὑποθέτει κάτι. Τά πελώρια πέλματά του διχοτομοῦν τόν ἀέρα.
Γιά μιά στιγμή ἡ πεταλούδα φτερούγισε λίγο ψηλά, μετά ἔστριψε στά πλάγια καί κάθησε πάλι πάνω στό κεφάλι του.
– Ἴσως τώρα εἶναι ἡ στιγμή, εἶπε ὁ Σεραφείμωβ καί ἑτοιμάστηκε νά πατήσει τή σκανδάλη.
– Σύντροφε Σεραφείμωβ, εἶπε ἀναπάντεχα ὁ τίγρης, γιατί μέ σκοτώνεις;
– Γιατί; Εἶπε ὁ Σεραφείμωβ. – Σάν νά μήν γνωρίζεις τό γιατί! Ὅμως, ἄς δοῦμε τούς λόγους.
– Σύντροφε Σεραφείμωβ, εἶπε ὁ τίγρης παρακαλώντας, Σύντροφε Σεραφείμωβ!
– Δέν ἔχει «Σύντροφε Σεραφείμωβ» εἶπε ὁ κυνηγός. Σάν μοῦ πέσετε στό στόχαστρο, τότε «Σύντροφε Σεραφείμωβ»! Ὅμως δέκα χρόνια δέν μπορεῖτε νά θυμηθεῖτε τ᾽ ὄνομά μου. Στή διεύθυνση, ὅλο με μπλέκετε, μιά μέ λέτε Στογιάνωβ, μιά Σαλάμωβ. Τό ἴδιο πρᾶγμα εἶναι γιά σᾶς. Τί Στογιάνωβ, τί Σεραφείμωβ! Ὁ Στογιάνωβ εἶναι συνταξιούχος ἀπό τρία χρόνια, ἄν θέλετε νά ξέρετε!
– Γι᾽ αὐτό, σύντροφε Σεραφείμωβ; Γι᾽ αὐτό μέ θανατώνεις; ρώτησε ὁ Τίγρης.
– Ὅμως ἐσεῖς δέ μοῦ θανατώνετε ὅλη τή ζωή; εἶπε ὁ Σεραφείμωβ. Κάθε μέρα; Λίγο-λίγο;
– Ὄχι ἐγώ, εἶπε ὁ τίγρης. Αὐτό τό κάνουν ἄλλοι. Ἐγώ εἶμαι ἀθῶος.
– Ἔ, βέβαια, ἐσύ εἶσαι ἀθῶα περιστερά!
– Δέν μέ πιστεύεις; εἶπε ἀπελπισμένα ὁ τίγρης. Μπορῶ νά σοῦ ὁρκιστῶ.
– Δέν εἶναι ἀνάγκη, εἶπε ψυχρά ὁ Σεραφείμωβ. Οἱ ὅρκοι δέν εἶναι ἀναγκαῖοι.
Ἡ ἀπόφασή μου εἶναι σταθερή.
– Τότε χτύπα λοιπόν, ἀναστέναξε ὁ τίγρης, ἀφοῦ δέν ὑπολογίζεις τίς τύψεις γιά τό φόνο ἑνός ἀθώου.
– Ξέρω τά κόλπα σου, τόν ἔκοψε ὁ Σεραφείμωβ. Μή σοῦ περνάει ἀπ᾽ τό μυαλό πώς θά μέ συγκινήσεις, πώς τό ντουφέκι θά πέσει ἀπό τό χέρι μου, καί πώς θά τρέξω νά σ᾽ ἀγκαλιάσω.
Ἔσφιξε σταθερά τό ντουφέκι, σημάδεψε ἀκόμη μιά φορά ἀκριβῶς τό μικρό κεφάλι τοῦ τίγρη καί τό δάχτυλό του σιγάσιγά ἄρχισε νά πιέζει τή σκανδάλη.
– Στό μικρό κεφάλι; ρώτησε ὁ τίγρης.
– Ἐκεῖ ἀκριβῶς, γύρισε ὁ Σεραφείμωβ.
– Ὅλο ἐκεῖ σκοπεύεις, ἀναστέναξε ὁ τίγρης, καί ἄλλοι μοῦ τό ᾽χουν πεῖ.
Καί λυποθύμησε.Τό δάχτυλο τοῦ Σεραφείμωβ ἄγγιξε πάλι τή σκανδάλη.
– Ὄχι, Σεραφείμωβ, ὄχι! φώναξε ὁ τίγρης, Μή…
– Ἔλα τώρα, εἶπε ὁ Σεραφείμωβ, μήν εἶσαι τόσο φοβιτσιάρης. Ἐκεῖ στριγγλίζεις καί χτυπᾶς τό τραπέζι, ὅτι ὅλο κρυώνεις. Γίνου ἄνδρας.
– Ἔχω παιδιά – εἶπε ὁ τίγρης – καί γυναίκα…
– Ἐγώ δέν ἔχω; εἶπε ὁ Σεραφείμωβ, καί μέ ποδοπατᾶτε τόσα χρόνια. Δέν ἔχω καί ἐγώ παιδιά; Καί μέ ἀφήνετε σ᾽ αὐτή τήν ἐξευτελιστική θέση στήν ὑπηρεσία;
Ὁ τίγρης κατάλαβε, ὅτι μέ αὐτό τόν τρόπο δέν θά πετύχει τίποτα καί ἄλλαξε τακτική.
– Σύντροφε Σεραφείμωβ, εἶπε μέ πολύ νόημα. Σκεφτεῖτε μήπως αὐτή ἀκριβῶς δέν εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή γιά παρόμοιες ἐνέργειες. Δέν γνωρίζω ἐάν τό ὑπουργεῖο θά…
– Μήν κουνιέσαι, εἶπε μέ ψυχρή φωνή ὁ Σεραφείμωβ. Τώρα εἶναι ἡ στιγμή. Νά θέσεις τό θέμα αὔριο, στό διευθυντικό συμβούλιο, στό γραφεῖο σου ἐνώπιον ὅλων.
– Ὅμως ἐγώ εἶμαι ἀθῶος, φωνάζει ὁ τίγρης.
– Ἔτσι λένε ὅλοι, χαμογέλασε ὁ Σεραφείμωβ. Ὅμως ἐσύ δέν εἶσαι ἀθῶος. Εἶσαι ἕνας τύραννος. Ἐκτός αὐτοῦ εἶσαι καί ἀνίκανος. Δηλαδή εἶσαι ἁπλῶς ἀναρμόδιος γι᾽ αὐτό τό πόστο. Ἐσύ κατέστρεψες τό Σύλλογο, πέταξες αὐτούς πού σέ κριτικάρανε. Ἐμπνέεις φόβο καί δυσπιστία.
– Χμ! κούνησε τό μουστάκι ὁ τίγρης.
– Καί μην κουνιέσαι πολύ, τόν προειδοποίησε ὁ Σεραφείμωβ, γιατί μοῦ φεύγεις ἀπό τό στόχαστρο. Μπορεῖ νά σέ χτυπῶ στό στομάχι ἤ πιό κάτω καί θά βασανίζεσαι περισσότερο.
– Ἐγώ μόνο τό μουστάκι κούνησα, δοκίμασε νά δικαιολογηθεῖ ὁ τίγρης.
– Ἀκούνητος! Μήπως θαρρεῖς πώς μιλᾶς στά κολλεγιόπαιδα; Σᾶς ἀρέσει; Ἄν ὄχι, ἀλλάξτε δουλειά, σύντροφοι.
– Δές, Σεραφείμωβ.
– Κί ἐσύ ποιος εἶσαι βρέ; ἄρχισε ὁ Σεραφείμωβ. Ποιος εἶσαι σύ πού βασανίζεις καί ταπεινώνεις τούς ἀνθρώπους; Ἤ νομίζεις ὅτι θά ξεφύγεις; Ὅτι θά σιωπᾶς πάντα; Ὥς τό τέλος; Βουβός, πρᾶος μάρτυρας τῆς ἀσχήμιας σου. Σκέφτεσαι ὅτι εἶμαι κωφάλαλος μήπως; Ὁμολόγησε μήπως σκέφτεσαι, ὅτι εἶμαι κωφάλαλος; Ἕνας κωφάλαλος πού ἁπλῶς ἀδειάζει τά τασάκια κατά τό χρόνο τῶν συσκέψεων; Μιά ὑπηρέτρια μέ δίπλωμα μηχανικοῦ;
Καί σκόπευσε κατευθεῖαν στό μικρό κεφάλι τοῦ τίγρη.
– Ὁμολόγησε, μέ θεωρεῖς κωφάλαλο;
Ὁ τίγρης ἔγνεψε καταφατικά μέ τό κεφάλι.
– Ὁμολογῶ πώς τό σκέφτηκα, εἶπε βραχνιασμένα. Δέν εἶχα ἀκούσει τή φωνή σου.
– Ἔ, εἶπε ὁ Σεραφείμωβ, τώρα τήν ἀκοῦς.
Καί ἀνασήκωσε ἀργά τόν κόκορα, ἀγγίζοντας τή σκανδάλη.
– Σύντροφε Σεραφείμωβ, φώναξε ὁ τίγρης. Κρίνετε σωστά. Σταθμίστε τήν ἱστορική στιγμή. Ξέρετε ποιά εἶναι ἡ διεθνής κατάσταση.
– Ξέρω, εἶπε ὁ Σεραφείμωβ. Ἔχω κρίνει τά πάντα.
– Σύντροφε Σέραφ…, δοκίμασε νά φωνάξει ὁ τίγρης.
Καί αὐτές ἦταν οἱ τελευταῖες του λέξεις. Ὁ Σεραφείμωβ τόν πέτυχε κατευθεῖαν στό μικρό κεφάλι. Ὁ τίγρης ἔπεσε μέ τή ράχη καί τά πόδια του ὑψώθηκαν πρός τά πάνω.
– Ἐντάξει, εἶπε ἱκανοποιημένος ὁ Σεραφείμωβ καί διέγραψε ἕνα ἀκόμη ὄνομα ἀπ᾽ τό τεφτέρι του. Πάει κι αὐτός.
Ὀρθώθηκε πολύ εὐχαριστημένος.
– Ἀκόμα ἕνα ὅπλο; ρώτησε ἡ γυναίκα ἀπό τό σκοπευτήριο.
– Ὄχι… γύρισε ὁ Σεραφείμωβ. Δέν εἶναι ἀπαραίτητο. Ἕνας-ἕνας.
– Ὁ τίγρης τό ἄξιζε αὐτό τό βράδυ, εἶπε ἡ γυναίκα.
– Ναί, εἶπε ὁ Σεραφείμωβ σεμνά. Δέν πῆγα ἄσχημα.
– Κάθε βράδυ πυροβολεῖτε, ὅμως ἀπόψε εἴσαστε πολύ αἱμοχαρής, εἶπε ἡ γυναίκα. Οἱ ἠλεκτρικοί λαμπτῆρες τοῦ σκοπευτηρίου φώτιζαν ζωηρά τόν πεσμένο τίγρη, τή μαϊμοῦ πού χτυποῦσε τό τύμπανο ἅμα τήν πετύχαινες, τό γελωτοποιό πού κάνει τοῦμπες…
– Ναί, συμφώνησε ὁ Σεραφείμωβ. Αἱμοχαρής. Αὐτή εἶναι ἡ ἀκριβής λέξη. Καί τῆς ἔχωσε τά ἀναμενόμενα χρήματα στό χέρι. Ὕστερα γύρισε καί ἔφυγε.
Κατά τή διάρκεια τῆς ἡμέρας αὐτός ἐργαζόταν σάν μηχανικός σέ μιά διεύθυνση. Κανένας δέν τόν εἶχε ἀκούσει νά ἐκφράζεται. Σώπαινε πάντα στά διευθυντικά συμβούλια καί στίς συνελεύσεις καί πρόθυμα καθάριζε τά σταχτοδοχεῖα κατά τό χρόνο τῶν πολύωρων συσκέψεων.
Ὅμως τό βράδυ θανάτωνε τίγρεις.
Ἀπό μία κάθε βράδυ.
Μετάφραση Βασίλης Σκουβάκλης