Ἕνα πρωϊ

Ὁ Πετρώφ ἤπιε τόν πρωϊνό του καφέ, φίλησε τή γυναίκα του στό μέτωπο καί κατευθύνθηκε πρός την πόρτα. Πήγαινε στή δουλειά του.

Στην πόρτα σταμάτησε, ἄρχισε νά ψάχνει τίς τσέπες του, κοίταξε καί στήν τσέπη τοῦ ἀδιάβροχου…

– Τί ζητᾶς; ρώτησε ἡ γυναίκα του.

– Βρέ, ἡ γνώμη μου λείπει, εἶπε ὁ Πετρώφ, συνεχίζοντας νά ψάχνει τίς τσέπες του. Ποῦ νά τήν ἔβαλα;

– Αὐτό ἐκεῖ, στήν τσέπη σου, τί εἶναι; ἔδειξε ἡ γυναίκα του.

– Αὐτό εἶναι τό μαντήλι μου, εἶπε ὁ Πετρώφ. Ποῦ τήν ἔβαλα ὅμως αὐτή τή γνώμη;

Ξανάψαξε ὅλες τίς τσέπες, κοίταξε καί στήν τσάντα, κοίταξε γιά λίγο καί στήν κρεμάστρα, δέν ὑπῆρχε.

– Δέν ὑπάρχει, εἶπε. Ἐσύ δέν ξέρεις ποῦ εἶναι;

– Δέν τήν εἶδα, κούνησε τό κεφάλι ἡ γυναίκα του, δέν ξέρω πιά ἀπό πόσον καιρό… Γιά ξαναψάξε, ψάξε πάλι.

Ὁ Πετρώφ ἔψαξε ξανά ὅλες τίς τσέπες, ἀλλά δέ βρῆκε τίποτα. Δέν ὑπῆρχε.

– Περίμενε! ἄρχισε νά θυμᾶται ἡ γυναίκα του. Τήν τελευταία φορά τήν πῆρες, πέρυσι, τό Γενάρη, ὅταν παραλαμβάνατε τό πλάνο. Ποῦ τήν ἔβαλες μετά;

– Ὄχι, ὄχι, εἶπε ὁ Πετρώφ. Δέν τήν εἶχα πάρει. Δέν εἶμαι τρελός νά πηγαίνω σέ συζήτηση τοῦ πλάνου μέ γνώμη.

– Καλά λοιπόν, εἶπε ἡ Πέτροβα. Τότε, φαίνεται τήν εἶχες μαζί σου γιά τελευταία φορά, ὅταν σᾶς κάλεσαν στό ὑπουργεῖο, θυμᾶμαι ὅτι πάλι τή ζητοῦσες…

– Κάθε ἄλλο, κούνησε τό κεφάλι του ὁ Πετρώφ. Στό ὑπουργεῖο κανείς δέν πηγαίνει μέ γνώμη. Ἀρκεῖ νά εἶναι σύμφωνος. Δέν ὑπάρχει τέτοια πρακτική νά πηγαίνεις στό ὑπουργεῖο μέ γνώμη. Οὔτε τότε δέν τήν εἶχα ἀγγίξει.

– Μά ποῦ εἶναι, λοιπόν; εἶπε ἡ γυναίκα του. Δέν μπορεῖ νά ἐξαφανίστηκε, ἐδῶ κάπου ἦταν…

– Ἦταν, ἦταν, εἶπε ἐκνευρισμένα ὁ Πετρώφ, ὅμως τώρα δέν εἶναι.

Αὐτή ἄρχισε νά σκέφτεται, νά θυμᾶται ποῦ εἶχε πάει ὁ ἄντρας της τόν τελευταῖο καιρό καί ἄν τήν εἶχε πάρει μαζί του…

– Ἄκούσε, εἶπε τέλος, θυμήθηκα. Τήν πῆρες, ὅταν ἀπολύατε ἐκεῖνον τόν Συμεόνωφ, πού τόν κυνηγοῦσε ὁ Γενικός γιά κάποιες ἐκεῖ μεταρρυθμίσεις, γιά κάποιες δηλώσεις… Δέ θυμᾶσαι;

– Θυμᾶμαι, εἶπε ὁ Πετρώφ, πολύ καλά θυμᾶμαι. Τότε ζητοῦσαν ἁπλῶς νά ὑποστηρίξουμε τήν ἀπόφαση, δέ ζητοῦσαν γνώμη.

Ἡ γυναίκα του πῆγε στή ντουλάπα καί τήν ἄνοιξε.

– Δέν εἶναι στήν ταυτότητά σου τοῦ μέλους; εἶπε. Ἀφοῦ τήν κρατοῦσες στά ἔγγραφα;

– Τήν κρατοῦσα, συμφώνησε ὁ Πετρώφ. Ὅμως τήν ἔβγαλα κάποτε καί δέ θυμᾶμαι ποῦ τήν ἔβαλα μετά.

– Ὅμως γιατί σοῦ χρειάζεται τόσο; εἶπε ἡ Πέτροβα, ἀφοῦ κοίταξε καί στά ἔγγραφα, καί δέν ἦταν οὔτε ἐκεῖ. Τί τή θυμήθηκες; Μά δέν πᾶς στή δουλειά; Θά πεῖς ὅτι τήν ξέχασες στό σπίτι.

– Καλά λοιπόν, καί ἄν τήν ἔχω χάσει; εἶπε ὁ Πετρώφ. Ἔ;

– Πολύ σπουδαῖο! ἀπάντησε ἡ γυναίκα του. Δέ σοῦ χρειάζεται. Ἀκόμη καλύτερα.

– Παρ᾽ ὅλα αὐτά, παρ᾽ ὅλα αὐτά, εἶπε ὁ Πετρώφ. Τουλάχιστον νά ξέρω ποῦ εἶναι. Δέν μπορεῖ ἔτσι! Δέν εἶναι σωστό.

Ἡ γυναίκα του ἄρχισε νά σκαλίζει ξανά στή ντουλάπα, ξανάψαξε τά ροῦχα…

– Νά τήν! φώναξε. Στό παλιό σου τό παλτό τήν ἄφησες, πού δεν τό ἔχεις φορέσει δυό χρόνια…

– Ναί βρέ! θυμήθηκε ὁ Πετρώφ. Πῆγα κάπου τόν προπέρσινο χειμώνα καί ἀπό τότε τήν ἔχω ξεχάσει…

– Ἀλλά ἐγώ τό ἔδωσα στό καθαριστήριο αὐτό τό παλτό, εἶπε ἡ Πέτροβα. Γιά νά δοῦμε μήπως ἔπαθε τίποτα ἡ γνώμη…

Κοίταξε ἀπ᾽ ἐδῶ, ἀπ᾽ ἐκεῖ, τή φύσηξε ἀπό τή σκόνη καί τίς τριχίτσες καί τήν ἔδωσε στόν ἄντρα της.

– Τίποτα δέν ἔπαθε, εἶπε ἡ Πέτροβα. Εἶναι σάν καινούργια.

– Μά ναί, εἶπε ὁ Πετρώφ. Πῶς δέ θά εἶναι καινούργια, ἀφοῦ εἶναι σχεδόν ἀχρησιμοποίητη.

– Ἔχεις τύχη, εἶπε ἡ γυναίκα του. Ἴσα-ἴσα ἑτοιμαζόμουν νά ἀνεβάσω τό παλτό στή σοφίτα, δέν τό φορᾶς ἐσύ αὐτό τό παλτό.

– Μά ἔχω καινούργιο, εἶπε ὁ Πετρώφ. Δερμάτινο.

– Καί ἄλλη φορά νά τή βάζεις σέ πιό ἐμφανές μέρος, εἶπε ἡ γυναίκα του. Σέ κάποιο κουτί, ἤ στά ἔγγραφα. Στό βιβλιάριο ἀποταμιεύσεως! Ἐκεῖ εἶναι τό πιό σίγουρο μέρος.

– Ἐκεῖ θά τή βάλω, εἶπε ὁ Πετρώφ. Ἀλλιῶς πάλι θά πρέπει νά τήν ψάχνουμε…

Ἔβαλε τήν γνώμη στό πορτοφόλι του, φίλησε τήν γυναίκα του στό μέτωπο καί βγῆκε.

Μετάφραση Βασίλης Σκουβάκλης